Ἀστυπαλαίας

Ἀστυπαλαίας
Ἀστυπαλαίᾱς , Ἀστυπαλαία
fem acc pl
Ἀστυπαλαίᾱς , Ἀστυπαλαία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με κανονική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Έδρες της είναι η Λέρος, η Κάλυμνος και η Αστυπάλαια. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 40 ενοριακοί ναοί, όπου υπηρετούν 47 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αστυπάλαιας — Το μουσείο λειτουργεί από το 1998. Η συλλογή του αποτελείται από αντιπροσωπευτικά δείγματα που χρονολογούνται από την πρώτη κατοίκησή του τη 2η χιλιετία π.Χ. έως τα πρωτοχριστιανικά χρόνια. Τα ευρήματα της πρώιμης εποχής του χαλκού είναι λίγα,… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Κουιρίνι — (Quirini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Βενετία της Ιταλίας (αναφέρονται και ως Κουερίνι). 1. Άντζελο Μαρία (1680 – 1755). Ιεράρχης. Δίδαξε θεολογία και εβραϊκή γλώσσα στην Πίζα. Από το 1710 έως το 1714 πραγματοποίησε πολλά ταξίδια σε… …   Dictionary of Greek

  • Astypalea — Gemeinde Astypalea Δήμος Αστυπαλαίας (Αστυπάλαια) …   Deutsch Wikipedia

  • Βαθύ — I Ονομασία δέκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.474 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο της Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 46 κάτ.) της Σίφνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

  • Κουνούποι — Ακατοίκητη νησίδα του Αιγαίου πελάγους. Οι Κ. βρίσκονται ΝΑ της Αστυπάλαιας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Αστυπάλαιας του νομού Δωδεκανήσου …   Dictionary of Greek

  • Κουτσομύτι — Ακατοίκητη νησίδα της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΑ της Αστυπάλαιας, κοντά στη βραχονησίδα Τηγάνι. Νοτιότερα βρίσκονται οι βραχονησίδες Φτενό, Μονή και Χονδρόπουλο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αστυπάλαιας του νομού Δωδεκανήσου …   Dictionary of Greek

  • Νεκτάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (381 397). Καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας και ήταν συγκλητικός. Αν και ήταν λαϊκός και μάλιστα αβάφτιστος, εξαιτίας της αγιότητας της ζωής του εκλέχτηκε Πατριάρχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”